ὀπίζεται

ὀπίζεται
ὀπίζομαι
regard with awe and dread
pres ind mp 3rd sg
ὀπίζω
extract juice from
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οπίζω — ὀπίζω (Α) [οπός] 1. συλλέγω τον χυμό από κάποιο δέντρο ή φυτό χαράζοντας τη ρίζα ή τον κορμό («τὸν καυλὸν καὶ τὰς ῥίζας ὀπίζουσιν», Θεόφρ.) 2. (με ή χωρίς τη λέξη γάλα) πήζω το γάλα με χυμό συκιάς 3. παθ. ὀπίζομαι α) εξάγομαι, εκβάλλομαι β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”